πολυφραδής — ές, Α 1. πολύ ευφραδής, πολύ εύγλωττος ή πολύ συνετός («Γαίης ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς», Ησίοδ.) 2. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, ξακουστός, ονομαστός, περίφημος («πολυφραδὲς ἔργον», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φραδής (< … Dictionary of Greek
πολυφραδέστερον — πολυφραδής very eloquent adverbial comp πολυφραδής very eloquent masc acc comp sg πολυφραδής very eloquent neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφραδές — πολυφραδής very eloquent masc/fem voc sg πολυφραδής very eloquent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφραδέεσσι — πολυφραδής very eloquent masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφραδέος — πολυφραδής very eloquent masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφραδώ — έω, Α [πολυφραδής] 1. είμαι εύγλωττος ή συνετός, είμαι πολυφραδής* 2. (η μτχ. αρσ. ως επίθ.) πολυφραδέων πολυφραδής* … Dictionary of Greek
πολυφραδεστάτας — πολυφραδεστάτᾱς , πολυφραδής very eloquent fem acc superl pl πολυφραδεστάτᾱς , πολυφραδής very eloquent fem gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφραδέοντα — πολυφραδέω to be very eloquent pres part act neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic aeolic) πολυφραδέω to be very eloquent pres part act masc acc sg (epic doric ionic aeolic) πολυφραδής very eloquent neut nom/voc/acc pl πολυφραδής very eloquent… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυφράδμων — Τραγικός ποιητής, γιος του ποιητή Φρύνιχου, που έζησε τον 5o αι. π.Χ. Είχε πάρει μέρος σε διαγωνισμό μαζί με τον Αισχύλο και ήρθε τρίτος με το έργο του Λυκουργεία. * * * ον, Α πολυφραδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φράδμων «συνετός, φρόνιμος» (<… … Dictionary of Greek
πολυφραδία — και ποιητ. τ. πολυφραδίη, ἡ, Α [πολυφραδής] ευφράδεια, ευγλωττία … Dictionary of Greek