πολυφραδής

πολυφραδής
πολυφρᾰδ-ής, ές, ([etym.] φράζω)
A very eloquent or wise,

ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς Id.Th.494

, cf. Semon.7.93 ([comp] Sup.).
II much talked of, famous,

ἔργον IG14.2012A26

(Sulp. Max.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολυφραδής — ές, Α 1. πολύ ευφραδής, πολύ εύγλωττος ή πολύ συνετός («Γαίης ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς», Ησίοδ.) 2. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, ξακουστός, ονομαστός, περίφημος («πολυφραδὲς ἔργον», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φραδής (< …   Dictionary of Greek

  • πολυφραδέστερον — πολυφραδής very eloquent adverbial comp πολυφραδής very eloquent masc acc comp sg πολυφραδής very eloquent neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφραδές — πολυφραδής very eloquent masc/fem voc sg πολυφραδής very eloquent neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφραδέεσσι — πολυφραδής very eloquent masc/fem/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφραδέος — πολυφραδής very eloquent masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφραδώ — έω, Α [πολυφραδής] 1. είμαι εύγλωττος ή συνετός, είμαι πολυφραδής* 2. (η μτχ. αρσ. ως επίθ.) πολυφραδέων πολυφραδής* …   Dictionary of Greek

  • πολυφραδεστάτας — πολυφραδεστάτᾱς , πολυφραδής very eloquent fem acc superl pl πολυφραδεστάτᾱς , πολυφραδής very eloquent fem gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφραδέοντα — πολυφραδέω to be very eloquent pres part act neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic aeolic) πολυφραδέω to be very eloquent pres part act masc acc sg (epic doric ionic aeolic) πολυφραδής very eloquent neut nom/voc/acc pl πολυφραδής very eloquent… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυφράδμων — Τραγικός ποιητής, γιος του ποιητή Φρύνιχου, που έζησε τον 5o αι. π.Χ. Είχε πάρει μέρος σε διαγωνισμό μαζί με τον Αισχύλο και ήρθε τρίτος με το έργο του Λυκουργεία. * * * ον, Α πολυφραδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φράδμων «συνετός, φρόνιμος» (<… …   Dictionary of Greek

  • πολυφραδία — και ποιητ. τ. πολυφραδίη, ἡ, Α [πολυφραδής] ευφράδεια, ευγλωττία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”